- ὀχεύεται
- ὀχεύωcoverpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
πολυόχευτος — ον, Α αυτός που οχεύεται πολύ, που βατεύεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀχευτός (< ὀχεύω), πρβλ. αν όχευτος] … Dictionary of Greek